στρέψαντες

στρέψαντες
στρέφω
Aër.
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναντία — ἐναντία και ἐναντίον (AM) 1. (με γεν.) απέναντι 2. (με δοτ. με εχθρ. σημ.) εναντίον κάποιου («ἐναντία τοῑς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.) 3. (με άρθρο) τἀναντία αντίθετα («oἱ δὲ Ἕλληνες τἀναντία στρέψαντες ἔφευγον», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”